τρινιτροξυλόλιο

τρινιτροξυλόλιο
(I)
το, Ν
χημ. αζωτούχα οργανική αρωματική ένωση, τρινιτρωμένο παράγωγο ενός ξυλολίου.
————————
(II)
το, Ν
χημ. τρινιτρωμένο παράγωγο τού ξυλολίου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”